γονιμοποιός

γονιμοποιός
αυτός που κάνει κάτι γόνιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνιμος + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γονιμοποιός, -ός, -ό — αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, που βοηθά στη γονιμότητα, ο αναπαραγωγικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • γονιμοποιώ — ( έω) κάνω κάτι γόνιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γονιμοποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Θ. Μανούση] …   Dictionary of Greek

  • γονοποιός — γονοποιός, όν (Μ) ο γονιμοποιός …   Dictionary of Greek

  • εύτροφος — εὔτροφος, ον (ΑΜ) αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός, ο υγιεινός μσν. (για ποταμό) αυτός που χαρίζει ευφορία, ο γονιμοποιός αρχ. 1. (για παιδιά) καλοθρεμμένος 2. (για νόσους) αυτός που επιτείνεται, που επεκτείνεται 3. (για δέντρα) ακμαίος,… …   Dictionary of Greek

  • ζωόφυτος — και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.) 2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» τα φυτά, Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ …   Dictionary of Greek

  • θήλυς — εια, υ (Α θῆλυς, εια, υ θηλ. και επικ. τ. θήλεα) αυτός που είναι γένους θηλυκού, ο θηλυκός 2. φρ. «το θήλυ γένος» το γένος τών γυναικών 3. (για φυτά) ο καρποφόρος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θήλυ η γυναίκα νεοελλ. (για άνθη) αυτός που έχει ύπερο και… …   Dictionary of Greek

  • καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …   Dictionary of Greek

  • πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… …   Dictionary of Greek

  • σπερματιστής — ο, ΝΜ νεοελλ. βιολ. οπαδός τής θεωρίας τού σπερματισμού μσν. γονιμοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatist] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”